ἀλλό-θροος

ἀλλό-θροος

ἀλλό-θροος, zsgzg. ἀλλόϑρους, cinc andere, fremde Sprache redend, fremd, Hom. viermal, Od. 1, 183 πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ' ἀλλοϑρόους ἀνϑρώπους, 3, 302 ήλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ' ἀλλοϑρόους ἀνϑρώπους, 15, 453 ὅπῃ περάσητε κατ' ἀλλοϑρόους ἀνϑρώπους, 14, 43 πλάζετ' ἐπ' ἀλλοϑρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε; – Her. στρατός 1, 78. 3, 11; Aesch. πόλις Ag. 1 173 vgl. Suppl. 951; Soph. ἀπ' ἀλλόϑρου γνώμης Tr. 841; von anderer Absicht, Sp., wie Dio Cass. 41, 60.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύνθρους — ουν και σύνθροος, ον, Α αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρους / θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό θρους, κακόθρους] …   Dictionary of Greek

  • ετερόθροος — ἑτερόθροος, οον (Α) 1. ξενόγλωσσος, αλλόγλωσσος 2. εκείνος που ηχεί διαφορετικά από πρώτα 3. (για την ηχώ) αυτός που παράγει κι άλλο ήχο, διπλό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θροος (< θρους «θόρυβος, φήμη»)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόθρους — μεγαλόθρους, ουν (Α) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + θρόος (αττ. τ. θροῦς < θρέομαι), πρβλ. αλλό θρους, οιωνό θρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”