- ἀλλό-μορφος
ἀλλό-μορφος, anders gestaltet, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλό-μορφος, anders gestaltet, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλυκόμορφος — θηλυκόμορφος, ον (Α) ο θηλύμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός + μορφος (< μορφή), πρβλ. αλλό μορφος, ομοιό μορφος] … Dictionary of Greek
αλλόμορφος — ἀλλόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει άλλη παράδοξη μορφή, αλλόκοτος, τερατόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + μορφος < μορφή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλομορφῶ] … Dictionary of Greek
ετερόμορφος — η, ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ ό, τι είναι σύνηθες νεοελλ. 1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή 2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος 3. (για έντομα) αυτός που… … Dictionary of Greek
ψευδόμορφος — η, ο / ψευδόμορφος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. αυτός που παρουσιάζει μορφή διαφορετική από τη συνηθισμένη, που μοιάζει με κάτι άλλο 2. το ουδ. ως ουσ. το ψευδόμορφο (ορυκτ.) ορυκτό που σχηματίζεται από τη χημική μεταβολή ή την αλλαγή τής δομής μιας άλλης… … Dictionary of Greek
ανομοιόμορφος — η, ο 1. αυτός που διαφέρει στη μορφή ή στο σχήμα από κάποιον άλλο 2. αυτός που αποτελείται από μέρη που διαφέρουν μεταξύ τους κατά τη μορφή 3. αυτός που δεν έχει την ίδια πάντοτε μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανόμοιος + μορφος < μορφή. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
ημιμορφία — Το φαινόμενο σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών που χαρακτηρίζονται από έλλειψη κέντρου συμμετρίας και πολική διαμόρφωση ενός κρυσταλλικού άξονα συμμετρίας. Οι ημιμορφικοί κρύσταλλοι δεν παρουσιάζουν παραλληλία όλων των εδρών τους ανά ζεύγη και… … Dictionary of Greek
ισόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιόμορφος 2. αυτός που έχει διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorph < iso (πρβλ. ισ(o] ) + morph < morphous … Dictionary of Greek