ἀλλό-δημα

ἀλλό-δημα

ἀλλό-δημα, adv., außer Landes, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • περίδημα — τὸ, Α καθετί που δένεται γύρω γύρω από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δημα (< δέω «δένω»), πρβλ. διά δημα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”