- ἀλλό-γλωσσος
ἀλλό-γλωσσος, eine andere Sprache redend, Her. 2, 154 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλό-γλωσσος, eine andere Sprache redend, Her. 2, 154 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουτσόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει κομμένη γλώσσα 2. αυτός που λέει λίγα λόγια, λιγόλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό γλωσσος, ξενό γλωσσος] … Dictionary of Greek
λειόγλωσσος — λειόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό γλωσσος, πικρό γλωσσος] … Dictionary of Greek
αλλόγλωσσος — η, ο (Α ἀλλόγλωσσος, ον) αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γλωσσος < αρχ. γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία] … Dictionary of Greek