ἀλλό-φῡλος

ἀλλό-φῡλος

ἀλλό-φῡλος, von anderem Volk, fremd, χϑών Aesch. Eum. 813; ἄνϑρωποι Thuc. 1, 102; abs. 1, 2; ἀρχή 4, 86; Plat. neben οἱ ἐκτός Legg. I, 629 a; πόλεμος ἀλλ. καὶ βαρβαρικός, mit Fremden, Plut. Camill. 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… …   Dictionary of Greek

  • πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • αλλόφυλος — η, ο (Α ἀλλόφυλος, ον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος) 2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα νεοελλ. αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη… …   Dictionary of Greek

  • ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… …   Dictionary of Greek

  • τρίφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό φυλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”