- ἀλλό-φρων
ἀλλό-φρων, ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλλό-φρων, ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσεβόφρων — εὐσεβόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει ευσεβές φρόνημα. επίρρ... ευσεβοφρόνως (ΑΜ) σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, εχέ φρων] … Dictionary of Greek
ιμερόφρων — ἱμερόφρων, ὁ (Α) αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + φρων (< φρην), πρβλ. αλλό φρων, ομό φρων] … Dictionary of Greek
μαρτυρόφρων — μαρτυρόφρων, ονος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που είναι έτοιμος να υποστεί μαρτύρια για την πίστη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρτυρας + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. αλλό φρων] … Dictionary of Greek
αλλοφάσσω — ἀλλοφάσω (Α) παραπαίω, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» πρβλ. και ἀλλό φρων). Για το β συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ … Dictionary of Greek
ομοιόφρων — ὁμοιόφρων, ονος, ὁ (Α) αυτός που έχει όμοια φρονήματα, που πιστεύει τα ίδια με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
αλλόφρων — ( ονος), ον (Α ἀλλόφρων) νεοελλ. αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος αρχ. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. τής οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ.,… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek