- περι-κατα-σφάζω
περι-κατα-σφάζω, auch -σφάττω, darüber-, herumschlachten, περικατέσφαξαν αὐτοὺς περὶ τὸ Σπενδίου σῶμα, Pol. 1, 86, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κατα-σφάζω, auch -σφάττω, darüber-, herumschlachten, περικατέσφαξαν αὐτοὺς περὶ τὸ Σπενδίου σῶμα, Pol. 1, 86, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek