- περι-κόσμιος
περι-κόσμιος, um die Welt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-κόσμιος, um die Welt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
περικόσμιος — ον, ΜΑ 1. εγκόσμιος, επίγειος 2. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που περιβάλλει τον κόσμο. επίρρ... περικοσμίως Α γύρω από τον κόσμο, γύρω από τη Γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κόσμος + κατάλ. ιος (πρβλ. εγ κόσμιος)] … Dictionary of Greek