περι-κόπτω

περι-κόπτω

περι-κόπτω, ringsum behauen, verschneiden, verstümmeln; τὰ ἀναϑήματα, Andoc. 1, 34, wie Ἑρμᾶς, Lys. 14, 42; τὰ ἀκρωτήρια, Dem. 24, 121; aor. pass. περιεκόπην, Plat. Rep. VII, 519 a; auch vom Verwüsten des feindlichen Landes, dem Umhauen der Bäume, Dem. 8, 9; καὶ λῃστεύειν, D. Sic. 4, 19; περικοπτόμενος τὴν ἀγοράν, dem der Proviant abgeschnitten, Plut. Luc. 2; auch περικεκομμένος χρημάτων, entblößt von, Ant. 68; Folgde, auch ubertr., verkleinern, schmälern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπερίκοπος — εὐπερίκοπος, ον και εὐπερίκοπτος, ον (Α) απλός, αυτός που δεν είναι τυπικός, που αποφεύγει τις μακρολογίες και τις τυπικές εκφράσεις («τὰς ἐντεύξεις εὐπερίκοπτος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί κοπος (< περι κόπτω), πρβλ. α περί κοπος] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”