ἀλεγεινός

ἀλεγεινός

ἀλεγεινός, ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεϑρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνϑα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε ϑνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσϑαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλεγεινός — ἀλεγεινός, ή, όν (Α) (επικός τύπος τού ἀλγεινός*) 1. δύσκολος, επίπονος 2. οδυνηρός, πικρός 3. άθλιος, κακορίζικος …   Dictionary of Greek

  • ἀλεγεινός — causing pain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινά — ἀλεγεινός causing pain neut nom/voc/acc pl ἀλεγεινά̱ , ἀλεγεινός causing pain fem nom/voc/acc dual ἀλεγεινά̱ , ἀλεγεινός causing pain fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινότερον — ἀλεγεινός causing pain adverbial comp ἀλεγεινός causing pain masc acc comp sg ἀλεγεινός causing pain neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινῶν — ἀλεγεινός causing pain fem gen pl ἀλεγεινός causing pain masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινόν — ἀλεγεινός causing pain masc acc sg ἀλεγεινός causing pain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινότατον — ἀλεγεινός causing pain masc acc superl sg ἀλεγεινός causing pain neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγειναί — ἀλεγεινός causing pain fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινοῖς — ἀλεγεινός causing pain masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινοί — ἀλεγεινός causing pain masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεγεινοῦ — ἀλεγεινός causing pain masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”