- ὀλιζότερος
ὀλιζότερος, = ὀλίζων; Opp. Cyn. 3, 65. 394; Nic. Al. 479; Nic. Ther. 123 nur Conj. Bentl. für ὀλίζων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιζότερος, = ὀλίζων; Opp. Cyn. 3, 65. 394; Nic. Al. 479; Nic. Ther. 123 nur Conj. Bentl. für ὀλίζων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολιζότερος — ὀλιζότερος, έρα, ον (Α) [ολίζων] άλλος τ. συγκριτ. τού ολίγος … Dictionary of Greek