- ὀλιγό-στιχος
ὀλιγό-στιχος, aus wenigen Reihen oder Versen bestehend; Schol. Ar. Equ. 534; βιβλία, D. L. 7, 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-στιχος, aus wenigen Reihen oder Versen bestehend; Schol. Ar. Equ. 534; βιβλία, D. L. 7, 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύστιχος — η, ο / πολύστιχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.) 2. (κατ επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο βοτ.… … Dictionary of Greek
ευστιχία — εὐστιχία και εὐστιχίη, ἡ (Α) (στην ποίηση) καλή στιχουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιχία (< στιχος < στίχος), πρβλ. ολιγο στιχία, πολυ στιχία] … Dictionary of Greek