ἀλιτρός

ἀλιτρός

ἀλιτρός, = ἀλιτηρός, ὁ, der Frevler, Sünder, Hom. dreimal. Iliad. 8, 361 Athene vom Zeus πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαϑῇσιν, σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός. ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, 23, 595 will Antilochos nicht δαίμοσιν εἶναι ἀλιτρός, Od. 5, 182 μείδησεν δὲ Καλυψώ –, χειρί τέ μιν κατέρεξεν, –, ἔκ τ' ὀνόμαζεν. ἦ δὴ ἀλιτρός γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; Theocr. 10, 17; ἀλιτροὶ ἄνδρες H. h. Merc. 259; Ap. Rh. 2, 215; ϑυμός Sol. 5; τὰ ἀλιτρά Pind. Ol. 2, 65 N. 8, 39, böse Thaten; sp. D. – Superl. ἀλιτρότατος τοκεύς Opp. C. 3, 230.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλιτρός — ἀλιτρός, όν (Α) 1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος 2. δόλιος, πονηρός, πανούργος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ …   Dictionary of Greek

  • ἀλιτρός — sinful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτρόν — ἀλιτρός sinful masc/fem acc sg ἀλιτρός sinful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροτάτη — ἀλιτρός sinful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροτάτην — ἀλιτρός sinful fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροτάτης — ἀλιτρός sinful fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροτάτοιο — ἀλιτρός sinful masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροτάτοισιν — ἀλιτρός sinful masc/neut dat superl pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροτάτους — ἀλιτρός sinful masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτροί — ἀλιτρός sinful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλιτρούς — ἀλιτρός sinful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”