- ἀθροιστήριον
ἀθροιστήριον, τό, Versammlungsort, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀθροιστήριον, τό, Versammlungsort, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αθροιστήριον — ἀθροιστήριον, το (Μ) [ἀθροίζω] τόπος συναθροίσεως «θεῑον ἀθροιστήριον» τόπος συναθροίσεως των θεών (Ευστάθιος) … Dictionary of Greek