- προς-παρα-πήγνῡμι
προς-παρα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), daneben befestigen, einstecken, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-παρα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), daneben befestigen, einstecken, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… … Dictionary of Greek