- ἀ-μέλαθρος
ἀ-μέλαθρος, ohne Haus, Maneth. 4, 43. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μέλαθρος, ohne Haus, Maneth. 4, 43. 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμέλαθρος — και επικ. τ. πουλυμέλαθρος, ον, Α (για θεότητα) αυτός που έχει πολλά μέλαθρα, προς τιμήν τού οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέλαθρος (< μέλαθρον «μέγαρο»), πρβλ. υψι μέλαθρος] … Dictionary of Greek
οικτρομέλαθρος — οἰκτρομέλαθρος, ον (Α) αυτός που έχει οικτρή κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + μέλαθρον (πρβλ. ευ μέλαθρος)] … Dictionary of Greek
ολβομέλαθρος — ὀλβομέλαθρος, ον (Α) αυτός που έχει πλούσιο οίκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος» + μέλαθρον (πρβλ. υδρο μέλαθρος)] … Dictionary of Greek
υδρομέλαθρος — ον, Α (κυρίως για ψάρι) αυτός που ζει μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μέλαθρον (πρβλ. ὀλβο μέλαθρος)] … Dictionary of Greek
υψιμέλαθρος — ον, Α 1. ο ψηλά κτισμένος·2. (για τον Δία) αυτός που κατοικεί στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + μέλαθρον «μέγαρο» (πρβλ. πολυ μέλαθρος)] … Dictionary of Greek