- ἀν-έορτος
ἀν-έορτος, ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄϑυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έορτος, ohne Fest, nicht feierlich, Alciphr. 3, 49; καὶ ἄϑυτος D. Hal. 8, 25; ἱερῶν setzt Eur. El. 308 noch hinzu.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλέορτος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Αυγούστου. * * * η, ο / φιλέορτος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», Αριστοφ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
μεθέορτος — μεθέορτος, ον (ΑM) 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑορτή (πρβλ. φιλ έορτος)] … Dictionary of Greek
πανέορτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται παντού ή με μεγάλες τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑορτή (πρβλ. μεθ έορτος)] … Dictionary of Greek
προέορτος — ον, ΜΑ προεόρτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἑορτή (πρβλ. μεθ έορτος)] … Dictionary of Greek