ἀνά-πηρος

ἀνά-πηρος

ἀνά-πηρος, verstümmelt, verkrüppelt, χωλοὶ καὶ τυφλοὶ καὶ ἄλλοι ἀνάπηροι Plat. Crit. 53 a; βοίδια Hermipp. Ath. XII, 551 b; übertr., ψυχὴ πρὸς ἀλήϑειαν ἀνάπ. Plat. Rep. VII, 535 d; ἀνάπηρον ποιεῖσϑαι Aesch. 1, 183, = folgdm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατάπηρος — κατάπηρος, ον (Α) εντελώς ανάπηρος, κολοβωμένος, σακατεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πηρος (< πηρός «αυτός που έχει κάποια αναπηρία» (πρβλ. ανά πηρος, έμ πηρος)] …   Dictionary of Greek

  • ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”