- ἀνθο-κόμος
ἀνθο-κόμος, Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνϑοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνϑόκομος (κόμη).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθο-κόμος, Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνϑοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνϑόκομος (κόμη).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοκόμος — ο ο ασχολούμενος με την επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κομος (< κομώ), πρβλ. ανθο κόμος, μελισσο κόμος] … Dictionary of Greek
ιεροκόμος — ἱεροκόμος, ὁ (Α) επιμελητής ναού, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόμος (< κομώ) πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
κηποκόμος — ο (Α κηποκόμος) κηπουρός, περιβολάρης νεοελλ. γεωπόνος ειδικός στην καλλιέργεια κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κόμος (< κομῶ «περιποιούμαι»), πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek