ἀ-μολγός

ἀ-μολγός

ἀ-μολγός, ὁ (ἀμέλγω), eigentl. das Melken, die Melkzeit; man muß annehmen, daß in alter Zeit von einem strotzenden Euter gesagt wurde, es sei ἐν ἀμολγῷ, s. Buttmann Lexil. 2, 39; so erklärt es sich, daß man überhaupt ἀμολγός = ἀκμή gebrauchte, Culminationspunct, Scholl. u. Eustath. Iliad. 15, 324 p. 1018, 21; vgl. Athen. 3. 115 a Scholl. Hes. O. 590 Etym. m. s. v. μάζα; Hom. fünfmal, νυκτὸς ἀμολγῷ Versende Iliad. 11, 173. 15, 324. 22, 28. 317 Od. 4, 841, in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht, ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Iliad. 11, 173, μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ 15, 324; – Hymn. Merc. 7 u. H. 17, 7 νυκτὸς ἀμολγῷ Versende; Aesch. Heliad. frg. Ath. XI, 469 e προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν; Eur. Phaeth. frg. Paris. 2, 6 οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε εἴ ποό τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών; Alcmen. frgm. bei Hesych. ἀμολγὸν νύκτα Εὐριπίδης Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν; Orph. H. 34, 12 ὕπερϑέ τε καὶ δι' ἀμολγοῠ νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολγός — μολγός, ὁ (Α) 1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού 2. μοχθηρός 3. ακόλαστος, ασελγής 4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης 5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ. β. «μολγὸν… …   Dictionary of Greek

  • μολγός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγοί — μολγός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγοῦ — μολγός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγούς — μολγός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγῶ — μολγός masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγῷ — μολγός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολγόν — μολγός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • molko- —     molko     English meaning: leather pouch     Deutsche Übersetzung: “Ledersack, Ledertasche”     Material: O.H.G. malaha, M.H.G. malhe “Ledertasche”, O.Ice. malr ‘sack, bag”, Gk. tarent. μολγός ‘sack, bag from Rindsleder”; die Unstimmigkeit in …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Κυναμολγοί — Κυναμολγοί, οἱ (Α) 1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού 2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός] …   Dictionary of Greek

  • ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”