ὀβολός

ὀβολός

ὀβολός, , der Obol, eine Münze, = 6 χαλκοῦς, der sechste Theil einer δραχμή, etwa 1 Silbergr.; Ar. Nubb. 119; ἡλιαστικός, der Richtersold, 853; Thuc. 5, 47 u. Folgde überall. Uebh. kleine Münze, Scheidemünze, D. C. 59, 6. – Nach Arist. bei Poll. 9, 77 u. E. M. war anfangs ὀβολός = ὀβελός, s. oben ὀβελίσκος; wahrscheinlich waren spitze Stückchen Eisen oder Kupfer die ursprüngliche Münze, deren 6 die Hand füllten, δραχμή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀβολός — obol masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες …   Dictionary of Greek

  • οβολός — ο 1. αρχαίο αττικό νόμισμα. 2. χάλκινο κέρμα ελληνικής νομισματικής μονάδας, αλλ. πεντάρα. 3. μτφ., συνδρομή μικρής αξίας: Ο οβολός της χήρας. – Προσφέρετε τον οβολό σας (τη συνδρομή σας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Обол — (όβολός) монета, шестая часть драхмы; употреблялся у греков как единица веса и как единица стоимости. Серебряные О. были в ходу уже в доисторическую эпоху: в Гиссарлыке Шлиманн нашел серебряные брусочки, из которых каждый составлял, по весу, 1/3… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ОБОЛ —    • Όβολός,          см. Nummus, Монеты, I …   Реальный словарь классических древностей

  • ὀβολοῖν — ὀβολός obol masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοῖς — ὀβολός obol masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοί — ὀβολός obol masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολοῦ — ὀβολός obol masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολούς — ὀβολός obol masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβολῶ — ὀβολός obol masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”