ἀ-μηχανία

ἀ-μηχανία

ἀ-μηχανία, , Rathlosigkeit, Verlegenheit, Hom. einmal, Od. 9, 295 ἀμηχανίη δ' ἔχε ϑυμόν; – übh. Noth, öfter Her., der 8, 111 als Göttinnen Πενίη u. Ἀμ. ueben einander stellt; ähnl. Hes. κακοῠ χειμῶνος ἀμ. σὺν πενίῃ O. 496; εἰς κίνδυνον καὶ ἀμηχανίαν καϑιστάναι Andoc. 2, 8; bei Xen. Oec. 9, 1 der εὐπορία entgegenstehend; ἀμηχανίᾳ συνέχονται, sie leiben Mangel, Oec. 1, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηχανία — μηχανία, ἡ (ΑΜ, Α ποιητ. τ. μηχανίη, Μ και μηχανιά) δόλος, πανουργία, απάτη, τέχνασμα, παγίδα μσν. φρ. «μπαίνω εἰς μηχανίαν μετά τινος» σχεδιάζω κάτι με κάποιον ή κάνω συμφωνία με κάποιον σκεπτόμενος πονηρά ή υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή +… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”