περι-ωπή

περι-ωπή

περι-ωπή, , Ort, von wo man weit oder rings um sich sehen kann, dasselbe, was σκοπιά, Warte; Il. 14, 8. 23, 451 Od. 10, 146; Plat. polit. 272 e; Sp. : παράκτιος, Agath. 28 (VI, 167); ϑαλασσαίη, 50 (IX, 653); ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς, Luc. Conv. 11; – dah. die Umsicht, Vorsicht, περιωπὴν ποιεῖσϑαί τινος, Thuc. 4, 87, vorsichtig sein.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εσωπή — ἐσωπή, ἡ (Α) όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ες + ωπή «πρόσωπο, όψη» από την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ τής ρίζας οπ (όπωπα) πρβλ. εν ωπή, περι ωπή] …   Dictionary of Greek

  • περιωπή — η, ΝΜΑ ψηλό μέρος με ανοιχτή θέα νεοελλ. 1. εξέχουσα θέση 2. φρ. α) «άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής 3. «από περιωπής» i)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”