- περι-χθών
περι-χθών, ὁ, ἡ, rings um die Erde gehend, sie umgebend, ὠκεανός, Conj. Brunck's in Philp. 85 (IX, 778, περισχών), – Il. 19, 362 war eine alte v. l. γέλασσε δὲ πᾶσα περιχϑών, für περὶ χϑών, vgl. Schol. Ven.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-χθών, ὁ, ἡ, rings um die Erde gehend, sie umgebend, ὠκεανός, Conj. Brunck's in Philp. 85 (IX, 778, περισχών), – Il. 19, 362 war eine alte v. l. γέλασσε δὲ πᾶσα περιχϑών, für περὶ χϑών, vgl. Schol. Ven.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek
περίχθων — περί̱χθων , περί ἱκνέομαι come perf imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίχθων — ονος, ὁ, ἡ, Α φρ. «περίχθων ὠκεανός» ο ωκεανός που ρέει γύρω από τη γη, που περικυκλώνει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό χθων)] … Dictionary of Greek
υπόχθων — ονος, ὁ, ἡ, Α υποχθόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χθών, χθονός «γη, έδαφος» (πρβλ. περί χθων)] … Dictionary of Greek
περιγελώ — περιγελῶ, άω, ΝΜΑ γελώ ή, γενικά, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά και κοροϊδευτικά εις βάρος κάποιου, εμπαίζω, χλευάζω νεοελλ. εξαπατώ, ξεγελώ αρχ. γελώ από παντού («γέλασε δὲ πᾱσα περὶ χθών», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek