- περι-χορεύω
περι-χορεύω, umtanzen, umhertanzen; Eur. Phoen. 320; ἅπαντα περιεχόρευε τὴν παῖδα, Luc. Mar. D. 15, 3; salt. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-χορεύω, umtanzen, umhertanzen; Eur. Phoen. 320; ἅπαντα περιεχόρευε τὴν παῖδα, Luc. Mar. D. 15, 3; salt. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικορδακίζω — Α χορεύω τον κόρδακα γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κορδακίζω «χορεύω τον κόρδακα»] … Dictionary of Greek
περιορχούμαι — έομαι, Α χορεύω γύρω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀρχούμαι «χορεύω»] … Dictionary of Greek
κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… … Dictionary of Greek