περι-χαρής

περι-χαρής

περι-χαρής, ές, ausnehmend, übermäßig froh; Soph. Ai. 678; τῷ πράγματι, über die Sache, Ar. Vesp. 1477; Ggstz περιώδυνος, Her. 1, 31. 3, 35; Thuc. 2, 51; Plat. Tim. 86 b Rep. V, 462 b u. öfter; Isocr. 1, 42 u. Folgde; τοῖς παροῠσι, über, Pol. 1, 34, 12, u. oft; auch ἐπί τινι, 1, 41, 1; διά τι, 4, 86, 5; öfter bei Sp, wie Plut.; – τὸ περιχαρές, = περιχάρεια, Thuc. 2, 51. 7, 73.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευχαρής — εὐχαρής, ές (ΑΜ) εύχαρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * χαρής (< χαίρω), πρβλ. επι χαρής, περι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • εχιδνοχαρής — ἐχιδνοχαρής, ές (Α) αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση στις έχιδνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + χαρής (< *χάρος «χαρά»), πρβλ. περι χαρής, υδρο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • ηδυχαρής — ἡδυχαρής, ές (Α) περιχαρής, γεμάτος χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο χαρής, περι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοχαρής — ές αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χαρης (< *χάρος, το), πρβλ. οινο χαρής, περι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοχαρής — ές και θαλασσόχαρος, η, ο αυτός που χαίρεται να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. περι χαρής, πολεμο χαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κευθμωνοχαρής — κευθμωνοχαρής, ές (Α) αυτός που αρέσκεται στο να κρύβεται σε κρυψώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενθμών «κρυψώνα» + χαρής (< αμάρτ. *χάρος, το «χαρά»), πρβλ. περι χαρής, πολεμο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • περιχαρής — ές, ΝΜΑ γεμάτος χαρά, καταχαρούμενος μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιχαρές η μεγάλη χαρά. επίρρ... περιχαρῶς ΝΜΑ με μεγάλη χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαρής (< χαίρω), πρβλ. υπερ χαρής] …   Dictionary of Greek

  • προχαρής — ές, Α φρ. «προχαρὴς ἄρτος» άρτος που προσφέρεται ως ευχαριστήρια προσφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χαρής (< *χάρος, τό < χαίρω), πρβλ. περι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • υπερχαρής — ές, Α πάρα πολύ χαρούμενος, ολόχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χαρής (< χαίρω), πρβλ. περι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”