- ὀδοντο-φυής
ὀδοντο-φυής, ές, Zähne hervorbringend, zahnend (?). – Aus den Zähnen erwachsen, entstanden, τὰν ἀπὸ δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ Eur. Phoen. 828.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδοντο-φυής, ές, Zähne hervorbringend, zahnend (?). – Aus den Zähnen erwachsen, entstanden, τὰν ἀπὸ δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ Eur. Phoen. 828.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χονδροφυής — ές, Α αυτός τού οποίου η σύσταση αποτελείται από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής, ὀδοντο φυής] … Dictionary of Greek
ιουλοφυώ — ἰουλοφυῶ (Μ) ιουλίζω*, χνοάζω*, χνουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φυῶ (< φυής < φύος), πρβλ. κερατο φυώ, οδοντο φυώ] … Dictionary of Greek
κλωνοφυώ — κλωνοφυῶ, έω (Μ) (για φυτό) βγάζω κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + φυῶ (< φυής < φύος < φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] … Dictionary of Greek
σαρκοφυώ — έω, Α (για τραύματα) επουλώνομαι με την δημιουργία και ανάπτυξη σάρκας στην επιφάνειά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φυῶ (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] … Dictionary of Greek
φυλλοφυώ — έω, Α εκφύω, βγάζω φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + φυῶ (< φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ὀδοντο φυῶ, τριχο φυῶ] … Dictionary of Greek