ἀδη-φάγος

ἀδη-φάγος

ἀδη-φάγος (die Schreibart ἀδδηφ. findet sich in vielen mss. u. editt., ist aber nach Buttm. Lexil. II, p. 133 verwerflich), viel (zur Genüge) essend, gefräßig, νόσος Soph. Phil. 313; ἀνήρ Theocr. 22, 115, ein Ringer, der viel ißt, um stark zu werden; ἵπποι, nach Harpocr. u. Phot., die Stellen aus comic. citiren; τέλειοι καὶ ἀγωνισταί, wohlgenährt, od. wie τριήρεις, die viel kosten; von den Staatsschiffen, Σαλαμινία u. Πάραλος, s. Moeris; λύχνοι Alc. com. bei Harpocr.; vgl. Ael. V. H. 1, 27, wo mehrere ἀδηφάγοι angeführt werden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… …   Dictionary of Greek

  • κρεατοφάγος — και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. αδη φάγος, χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • sā-, sǝ- —     sā , sǝ     English meaning: satiated     Deutsche Übersetzung: ‘satt; sättigen”     Material: O.Ind. a si n vá , ásinvan “unersättlich” (places ein Praes. *sǝ néu mi, *sǝ nu̯ ō ahead); Arm. at ok” “full, ausgewachsen”; hač, hačoy “zufrieden” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”