ἀνα-μάσσω

ἀνα-μάσσω

ἀνα-μάσσω, att. -μάττω, 1) Hom. Od. 19, 92 ἔρδουσα μέγα ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις, was du mit deinem Kopfe büßen wirst, eigentl. aufwischen, wegwischen; nachgeahmt von Her. 1, 155 τὸ μὲν γὰρ πρότερον ἐγώ τε ἔπρηξα καὶ ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω; ἀσέβειαν ἀναμάξασϑαι, abbüßen, Paus. 10, 33, 2; vgl. Plut. Anton. 78 τῷ προσώπῳ τοῦ αἵματος ἀναματτομένη, besudelt. – 2) gew. im med. durchkneten, Ar. Nub. 666; durch Kneten etwas nachbilden, darstellen in Thon od. Wachs, ἀναμαξάμενον τὰν ὅλαν ἀποτελεῖν τάδε τὰ γεννάματα Tim. Locr. 94 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναμάσσω — ἀναμάσσω και ττω (ΑΜ) Ι ενεργ. σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι ΙΙ μέσ. 1. δέχομαι και διατηρώ μια εντύπωση στον νου μου 2. παίρνω τη μορφή κάποιου 3. συλλαμβάνω το νόημα αρχ. ζυμώνω το ψωμί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά * + μάσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάμαξις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”