ἀνα-δρέπω

ἀνα-δρέπω

ἀνα-δρέπω, abpflücken, übertr., λόγους, Them.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνεδρεψάμην — ἀνά δρέπω V A aor ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεδρέψαντο — ἀνά δρέπω V A aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδρέπω — ἀναδρέπω (ΑΜ) 1. δρέπω αχόρταγα ή απλώς δρέπω 2. συλλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δρέπω] …   Dictionary of Greek

  • ἀναδρέψασα — ἀναδρέψᾱσα , ἀνά δρέπω V A aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”