περι-φύω

περι-φύω

περι-φύω (s. φύω), darum, daran wachsen lassen, machen, daß Etwas wie daran gewachsen ist, daran befestigen, τὸ κύτος περὶ τὸ σῶμα ὅσον κοῖλον ἡμῶν περιέφυσεν, Plat. Tim. 78 d; Philostr. – Im med. u. in den intrans. tempp. des Activs = ringsherum wachsen, wie man als Tmesis erkl. περὶ δ' αἴγειροι πεφύασιν, Od. 9, 141; so bes. Theophr.; gleichsam fest herumgewachsen sein, sich festhalten an, umarmen, Τηλέμαχον πάντα κύσεν περιφύς, Od. 16, 21, vgl. 24, 320; auch c. dat., περιφῦσ' Ὀδυσῆϊ κύσσ' ἄρα μιν, 19, 416, indem sie sich fest an den Odysseus hing, indem sie ihn fest umarmte; ringsherum anwachsen, κᾆτα ψυγείσῃ περιέφυσαν Περσικαί, Ar. Nubb. 152; ἃ νῠν αὐτῇ περιπέφυκεν, Plat. Rep. X, 612 a; übtr., φήμη σεαυτῷ περιφυομένη, Isocr. 5, 78. – Vom Getreide, auswachsen, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • ПРИРОДА —         1) в широком смысле всё сущее, весь мир в многообразии его форм; понятие П. в этом значении стоит в одном ряду с понятиями материи, универсума, Вселенной. 2) В более узком смысле объект науки, а точнее совокупный объект естествознания… …   Философская энциклопедия

  • ПРИРОДА —     ПРИРОДА (греч. φύσις, лат. natura), одно из центральных понятий античной философской мысли, обладающее широким спектром значений. Греч, существительное φύσις происходит от глагола φύω («выращивать», «рождать», «производить на свет», med.… …   Античная философия

  • υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… …   Dictionary of Greek

  • φύκι — το / φύκιον, ΝΜΑ, και φυκίον Α [φῡκος] το φύκος (α. «την αρμυρή τους μυρωδιά γύρω σκορπούν τα φύκια», Γρυπ. β. «ἡ σηπία ἐντίκτει περὶ τὰ φυκία», Αριστοτ.) αρχ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φυκία, θαλάσσια ζῷα ἤ ὁ ἀφρὸς παρὰ τὸ φύω λέγεται δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”