- περι-φρίσσω
περι-φρίσσω, attisch -ττω (s. φρίσσω), darum, darüber schaudern, zittern; Arist. H. A. 9, 4, νέκυν περιπεφρίκασι, Qu. Sm. 3, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-φρίσσω, attisch -ττω (s. φρίσσω), darum, darüber schaudern, zittern; Arist. H. A. 9, 4, νέκυν περιπεφρίκασι, Qu. Sm. 3, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιπεφρίκασιν — περιπεφρί̱κᾱσιν , περί φρίσσω to be rough perf ind act 3rd pl περιπεφρίκᾱσιν , περί φρίζω perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφρίττω — και περιφρίσσω Α 1. φρίττω, τρέμω ολόκληρος 2. ανατριχιάζω, σηκώνονται οι τρίχες μου όρθιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρίττω / φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από φόβο»] … Dictionary of Greek