- ἀνδρο-γένεια
ἀνδρο-γένεια, ἡ, männliche Nachkommenschaft, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-γένεια, ἡ, männliche Nachkommenschaft, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμογένεια — κοσμογένεια, ἡ (ΑM) η δημιουργία τού κόσμου, η κοσμογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γένεια (< γενής < γένος), πρβλ. ανδρο γένεια, οικο γένεια] … Dictionary of Greek