- περι-τέρμων
περι-τέρμων, ον, 1) rings umgränzend, Orph. H. 82. – 2) rings umgränzt, ὠκεανῷ, Antip. Th. 20 (IX, 297).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-τέρμων, ον, 1) rings umgränzend, Orph. H. 82. – 2) rings umgränzt, ὠκεανῷ, Antip. Th. 20 (IX, 297).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιτέρμων — ον, Α 1. αυτός που περιορίζει, που περικυκλώνει από παντού 2. (με παθ. σημ.) ο περιορισμένος ολόγυρα από ὁλα τα σημεία, περικυκλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέρμων «τέρμα, όριο» (πρβλ. α τέρμων, συν τέρμων)] … Dictionary of Greek
συντέρμων — σύντερμον, Α πλησιόχωρος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τέρμων (< τέρμων, όνος«τέρμα, όριο»), πρβλ. περι τέρμων] … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek