ὀβελίσκος

ὀβελίσκος

ὀβελίσκος, , eigtl. dim. von ὀβελός, ein kleiner Spieß, Bratspieß; Ar. Nubb. 471 Av. 388 u. öfter; τῆς μαχαίρας, Pol. 6, 23, 7, die Degenklinge; auch von der eisernen Spitze am römischen pilum, D. Hal. 5, 46. – Nach Plut. Lys. 17 Fab. Max. 27 haben ὀβελίσκοι, νομίσματα σιδηρᾶ ἢ χαλκᾶ, entweder wirklich spießförmige od. mit einem Spieße geprägte Münzen, die Veranlassung zu dem Namen ὀβολός gegeben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀβελίσκος — small spit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • οβελίσκος — ο (υποκορ. του οβελός μικρή σούβλα) 1. μικρός οβελός (βλ. λ.). 2. τετράεδρη μονολιθική κολόνα μεγάλου ύψους που λεπτύνεται προς τα πάνω και που στήνεται ως μνημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κλεοπάτρας, οβελίσκος — Αρχαίος αιγυπτιακός οβελίσκος που δόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, το 1819, από τον αντιβασιλιά της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι. Ο οβελίσκος βρίσκεται σήμερα στη βόρεια όχθη του Τάμεση, στο Λονδίνο. Έχει ύψος 18 μ. και τοποθετήθηκε στη σημερινή του θέση το… …   Dictionary of Greek

  • ОБЕЛИСК —    • Όβελίσκος,          obeliscus, высокая, четырехугольная кверху суживающаяся колонна, на низком основании. Такие колонны были распространены на пространстве от Нижнего Египта до Нубии. Происхождение их относится к 15 в. до Р. X. Большая часть …   Реальный словарь классических древностей

  • ὀβελίσκοι — ὀβελίσκος small spit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκοιν — ὀβελίσκος small spit masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκοις — ὀβελίσκος small spit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκον — ὀβελίσκος small spit masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκου — ὀβελίσκος small spit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελίσκους — ὀβελίσκος small spit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”