- ὀβελιᾱ-φόρος
ὀβελιᾱ-φόρος, eine Art Brot tragend, welche ὀβελίας heißt, Ath. III, 111 b (ἐν ταῖς πομπαῖς ἐπὶ τῶν ὤμων); Lob. Phryn. p. 647; οἱ ὀβελιαφόροι Titel eines Stücks des Antiphanes, Ath. VIII, 359 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀβελιᾱ-φόρος, eine Art Brot tragend, welche ὀβελίας heißt, Ath. III, 111 b (ἐν ταῖς πομπαῖς ἐπὶ τῶν ὤμων); Lob. Phryn. p. 647; οἱ ὀβελιαφόροι Titel eines Stücks des Antiphanes, Ath. VIII, 359 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οβελία — ὀβελία, ἡ (Α) [οβελός] πιθ. φόρος ενός οβολού … Dictionary of Greek
οβελιαφόρος — ὀβελιαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροι τίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + φόρος*] … Dictionary of Greek