ὀβελός

ὀβελός

ὀβελός, (vgl. βέλος), der Spi eß; – a) Bratspieß; bei Hom. nur im plur., ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter, ὀπτήσας ἄρα πάντα φέρων παρέϑηκεϑέρμ' αὐτοῖς ὀβελοῖσιν, mit den Bratspießen, Od. 14, 77; ἀμφὶ βουπόροισι πηχϑέντας μέλη ὀβελοῖσιν, Eur. Cycl. 302, vgl. 392; so ὀβελοὺς βουπόρους Her. 2, 135. – b) Spitzsäule, Obelisk, λίϑινος, Her. 2, 111. 170. – c) bei den Gramm. ein kritisches Zeichen (–), das, zu einer Stelle eines Schriftstellers gesetzt, diese für unecht erklärte; ἐν τῇ παραγραφῇ τῶν ὀβελῶν, Luc. pro imag. 24; auch ὀβελὸς περιεστιγμένος (÷), zur Bezeichnung unnöthiger, überflüssiger Stellen, bes. in den Schriften der Philosophen, D. L. 3, 66. – S. ὀδελός u. ὀβολός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀβελός — spit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… …   Dictionary of Greek

  • οβελός — ο 1. ξύλινη ή σιδερένια σούβλα. 2. μεταλλική βέργα για τον καθαρισμό του τουφεκιού. 3. (γραμμ.) οριζόντια μικρή γραμμή που σημειώνεται στο περιθώριο και δείχνει τη νοθεία κειμένου ή τμήματός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀβελοῖς — ὀβελός spit masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῖσι — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῖσιν — ὀβελός spit masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοί — ὀβελός spit masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελοῦ — ὀβελός spit masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελούς — ὀβελός spit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελῶν — ὀβελός spit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελῷ — ὀβελός spit masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”