περι-τείρω

περι-τείρω

περι-τείρω, ringsum oder sehr reiben, zerreiben, Orph. Arg. 876 in tmesi.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιτείρω — Α 1. τρίβω κάτι ολόγυρα, κατατρίβω 2. μτφ. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, κατατρύχω, βασανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τείρω «τρίβω, βασανίζω, ταλαιπωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”