- ἀν-εικαιότης
ἀν-εικαιότης, ητος, ἡ, Besonnenheit, Vorsicht, Diog. L. 7, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-εικαιότης, ητος, ἡ, Besonnenheit, Vorsicht, Diog. L. 7, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εικαιότης — εἰκαιότης, η (Α) [εικαῑος] η είκαιοσύνη … Dictionary of Greek
εἰκαιότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιότητα — εἰκαιότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαιότητος — εἰκαιότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] … Dictionary of Greek