ἀξιό-χρεως

ἀξιό-χρεως

ἀξιό-χρεως, ων, ion. auch ἀξιό-χρεος, der Sache angemessen, s. Xen. Cyr. 7, 5, 71; tüchtig. wacker, Her. 5, 111; ἀξιοχρεώτατοι Xen. Cyr. 7, 5, 71; αἰτίη, triftiger Grund, 3, 35, wie πρόφασις 1, 156; zuverlässig, glaubwürdig, bes. von Zeugen u. Bürgen, ἐγγυητής Plat. Legg. XI, 914 d; vgl. Apol. 20 e u. Andere. Dah. παρασκευή, ausreichend, bedeutend, Schol. ἀσφαλής, Thuc. 6, 21; πόλις, groß, Thuc. 1, 10; 4, 85; Pol. 1, 30, der das Wort oft hat; ἄνδρες, φυλακή, 3, 5. 17; στρατόπεδα ἀξ. πρὸς μάχην 1, 19, u. öfter. Auch wie ἄξιος, τινός, ἀπηγήσιος Her. 5, 65; τίμημα ἀξ. τοσούτων ἀδικημάτων Dem. 19, 131. Und c. inf., Her. 4, 126; Thuc. 5, 13; Dem. 3, 27; πρός τι, Pol. 1, 19; Plut. Caes. 56. – Compar. ἀξιοχρεώτερος, Pol. 4, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύχρεως — εὔχρεως, ων (Α) (ποιητ. τ.) ο εύχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρεως (< χρη), πρβλ. αξιό χρεως, υπό χρεως] …   Dictionary of Greek

  • πολύχρεως — εων, Α αυτός που βαρύνεται με πολλά χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρεως (< χρέος), πρβλ. αξιό χρεως] …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”