ἀν-επι-δεής

ἀν-επι-δεής

ἀν-επι-δεής, ές, nicht bedürfend, τινός, Plat. Legg. XII, 947 e u. Sp., wie Dio Chrys. 1, 470.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… …   Dictionary of Greek

  • προσδεής — ές, Α αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν δεής] …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”