ὀδυρμός

ὀδυρμός

ὀδυρμός, , das Klagen, Wehklagen; καὶ γόοι, Aesch. Prom. 33; Eur. Phoen. 1078 u. öfter; καὶ ϑρῆνοι, Plat. Rep. III, 398 d; auch plur., καὶ οἶκτοι, ib. 387 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀδυρμός — lamentation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδυρμός — ο (Α ὀδυρμός) [οδύρομαι] γοερό κλάμα, θρήνος, ολοφυρμός («ὀδυρμῶν πενθίμων τε δακρύων», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • οδυρμός — ο θρήνος, δυνατό κλάμα: Θρήνος και οδυρμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδυρμοῖς — ὀδυρμός lamentation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρμοί — ὀδυρμός lamentation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρμοῦ — ὀδυρμός lamentation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρμούς — ὀδυρμός lamentation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρμῶν — ὀδυρμός lamentation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρμῷ — ὀδυρμός lamentation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδυρμόν — ὀδυρμός lamentation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”