περι-σάττω

περι-σάττω

περι-σάττω, ringsherum anhäufen, Arist. probl. 20, 14; verstopfen, περισάξαντες τὰ χείλη τοῠ πί. ϑου πανταχόϑεν, Pol. 22, 11, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • περισαττομένων — περί σάσσω pres part mp fem gen pl (attic) περί σάσσω pres part mp masc/neut gen pl (attic) περί σάττω fill quite full pres part mp fem gen pl (attic) περί σάττω fill quite full pres part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισάξαντας — περί ἰσάζω make equal aor part act masc acc pl περί σάσσω aor part act masc acc pl περί σάττω fill quite full aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισεσάχθαι — περί σάσσω perf inf mp περί σάττω fill quite full perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισάττω — Α 1. συσσωρεύω κάτι γύρω, σωρεύω ολόγυρα, περισωρεύω 2. (σχετικά με οπές) φράζω τελείως, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σάττω «φορτώνω, γεμίζω καλά»] …   Dictionary of Greek

  • σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”