- ἀνα-στηρίζω
ἀνα-στηρίζω (s. στηρίζω), aufstellen, aufrichten, πρέμνον ἐλαίης Ep. ad. 650 (VII, 321).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-στηρίζω (s. στηρίζω), aufstellen, aufrichten, πρέμνον ἐλαίης Ep. ad. 650 (VII, 321).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναστυλώνω — στηρίζω κάτι με στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στύλος] … Dictionary of Greek
αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] … Dictionary of Greek
ανακλίνω — (Α ἀνακλίνω) 1. κλίνω προς τα πίσω, γέρνω 2. ανασηκώνω 3. μεσ. γέρνω, ξαπλώνω, πλαγιάζω (στα μσν. και ενεργ.) αρχ. 1. στηρίζω επάνω, ακουμπώ 2. στρέφω προς τα άνω, υψώνω 3. καθίζω κάποιον στο τραπέζι 4. (για πόρτα) σπρώχνω προς τα πίσω, ανοίγω 5 … Dictionary of Greek