- ἀνα-πηνίζομαι
ἀνα-πηνίζομαι, med., aufhaspeln, vom Gespinnst des Seidenwurmes, Arist. H. A. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-πηνίζομαι, med., aufhaspeln, vom Gespinnst des Seidenwurmes, Arist. H. A. 5, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek