ἀνα-πηγάζω

ἀνα-πηγάζω

ἀνα-πηγάζω, wie eine Quelle hervorsprudeln lassen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀναπηγάζει — ἀνά πηγάζω spring pres ind mp 2nd sg ἀνά πηγάζω spring pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγάζουσι — ἀνά πηγάζω spring pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνά πηγάζω spring pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγάζειν — ἀνά πηγάζω spring pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγάζοντας — ἀνά πηγάζω spring pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγάζουσα — ἀνά πηγάζω spring pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγάζουσαν — ἀνά πηγάζω spring pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπηγάσαντος — ἀνά πηγάζω spring aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπήγασας — ἀνεπήγᾱσας , ἀνά , ἐπί ἀγάω aor ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀνά , ἐπί ἀγάζω exalt overmuch aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἀνά πηγάζω spring aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • ανατέλλω — (Α ἀνατέλλω) (αμτβ.) 1. υψώνομαι, ανέρχομαι 2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω αρχ. 1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει 2. γεννώ, φέρνω στο φως 3. (για ποταμούς) πηγάζω 4. αυξάνομαι, μεγαλώνω 5. φανερώνομαι, γεννιέμαι 6 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”