- ἀνα-πετής
ἀνα-πετής, ές, weit geöffnet, Medic. ὀφϑαλμοί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-πετής, ές, weit geöffnet, Medic. ὀφϑαλμοί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek