ἀνα-παύω

ἀνα-παύω

ἀνα-παύω, ion. ἀμπ., machen, daß Jemand aufhört, von etwas abbringen, χειμὼν ἀνέπαυσεν ἀνϑρώπους ἔργων Il. 17, 550, der Winter macht, daß die Menschen zu arbeiten aufhören; Μενέξενον Plat. Lys. 213 d; mit dem acc. der Sache, πλάνον, βοήν, Soph. O. C. 1115 Trach. 1 252; ausruhen lassen, Glauc. 2 (IX, 341); στρά τευμα, das Heer halten lassen, Xen. Cyr. 7, 1, 4; ἑαυτὸν ἐκ τῆς κακοπαϑείας, sich erholen, Pol. 3, 42; ablegen, δάφνην Ael. V. H. 2, 41; vgl. H. A. 7, 29; zur Ruhe bringen, πόλιν Plut. Nic. 9; auch tödten. – Häufiger med., aufhören, τινός, ναυμαχίας Thuc. 7, 73; sich ausruhen, überall vorkommend, ἀναπεπαυμένος ἐκ μακρᾶς ὁδοῦ Plat. Critia init.; bes. vom Schlafe, ἐπὶ τῆς κλίνης Her. 1, 182; vom Heere, Halt machen, Xen. Cyr. 2, 4, 4 u. öfter; ὁ πόλεμος ἀναπέπαυται, der Kriegist beendigt, 7, 5, 47 (aber bei Plut. Lucull. 5 ist ἀναπέπαυται dem πέπαυται entgegengesetzt, der Krieg hat nur einen Stillstand gewonnen); ἐκείνης τῆς διανοίας, von jenem Vorhaben abstehen, An. 5, 6, 31; sich ruhig verhalten, 4, 2, 4; mit ῥᾳϑυμεῖν vrbdn, Pol. 10, 20; Sp. auch für sterben, Herodian. 1, 4, 18; vgl. Theocr. 1, 138.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”