ἀγώνισμα

ἀγώνισμα

ἀγώνισμα, τό, der Kampf, τὰ ἐν Ἀρτεμισίῳ ἀγ. Her. 8, 76; ὅσα πρὸς πόλεμόν ἐστιν ἀγωνίσματα Plat. Legg. VIII, 823 e; Gegenstand des Wetteifers und der Anstrengung, ἀγ. τοῠτο μέγα ποιεῠνται Her. 1, 140; vgl. Thuc. 7, 86 u. Lys. 13, 77; der Kampfpreis, Ar. Ran. 284; Thuc. 8, 17; derselbe setzt 1, 22, von seinem Werke sprechend, κτῆμα ἐς ἀεί dem ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα entgegen, auf die Prunkreden der Sophisten als vergängliche Erzeugnisse des Wettkampfes hindeutend, s. ἀγών u. ἀγωνίζομαι; Pol. 3, 31, 12. – Bei Arist. poet. 9 ἀγ. ποιεῖν = ἀγωνίζεσϑαι, ein Drama aufführen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγώνισμα — contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγώνισμα — το (Α ἀγώνισμα) [ἀγωνίζομαι] 1. συναγωνισμός, διαγωνισμός 2. αθλητικός αγώνας, άθλημα αρχ. 1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη 2. κατόρθωμα, επίτευγμα 3. έπαθλο 4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια 5. ρητορικό γύμνασμα 6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • αγώνισμα — το, ατος καθένα από τα διάφορα είδη των αθλητικών αγώνων: Σήμερα θα γίνουν τα αγωνίσματα δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… …   Dictionary of Greek

  • τἀγώνισμα — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνισμ' — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg ἀ̱γώνισμαι , ἀγωνίζομαι contend for a prize perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνισμάτων — ἀγώνισμα contest neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσμασι — ἀγώνισμα contest neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσμασιν — ἀγώνισμα contest neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίσματα — ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”