ἀγώγιμος

ἀγώγιμος

ἀγώγιμος, ον, 1) leicht zu führen, lenksam, πρὸς τὰς ἡδονάς, zu Vergnügungen geneigt, Plut. Alcib. 6. Dah. τὸ ἀγ., die Möglichkeit des Wegschaffens, Xen. Cyr. 6, 1, 54, wo andere ἀγώγιον lesen. – 2) was weggeführt werden kann, z. B. ein Mensch, der von jedem vor Gericht gezogen werden kann, Dem. 23, 11. 53, 1; Xen. Hell. 7, 3, 11, τοὺς φυγάδας ἀγ. εἶναι ἐκ πασῶν τῶν συμμαχίδων, sie sollten aus allen Eidgenossen-Staaten weggeschleppt werden dürfen, also fast vogelfrei; vgl. Plut. Sol. 13, ἀγώγιμοι τοῖς δανείζουσιν ἦσαν, konnten von ihnen als Gefangene weggeschleppt werden. – 3) was fortgeschafft wird: τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος, eine Last für drei Wagen, Eur. Cycl. 383; τὰ ἀγώγιμα φορτία, Frachtwaaren, Xen. An. 5, 1, 16; ἐν τῷ πλοίῳ ἄγειν Dem. 35, 20; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγώγιμος — capable of being carried masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός …   Dictionary of Greek

  • ἀγώγιμον — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc sg ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμοις — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμους — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμων — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίμῳ — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώγιμα — ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώγιμοι — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”